- χθονοριφής
- -ές, Α1. καλυμμένος με χώμα2. ριγμένος καταγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -ριφής (< ῥίπτω, πρβλ. ῥιφ-ή, παθ. αόρ. ἐ-ρρίφ-θην), πρβλ. ἀερο-ριφής, χαμαι-ριφής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χθονοριφῆ — χθονοριφής flung on the ground neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χθονοριφής flung on the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χθονοριφής flung on the ground masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek